φορτώνω – laden, beladen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
φορτώνω
φορτώνεις
φορτώνει
φορτώνουμε
φορτώνετε
φορτώνουν
να φορτώνω
να φορτώνεις
να φορτώνει
να φορτώνουμε
να φορτώνετε
να φορτώνουν
φόρτωνε
φορτώνετε



φορτώνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
φόρτωνα
φόρτωνες
φόρτωνε
φορτώναμε
φορτώνατε
φόρτωναν
να φόρτωνα
να φόρτωνες
να φόρτωνε
να φορτώναμε
να φορτώνατε
να φόρτωναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα φορτώνω
θα φορτώνεις
θα φορτώνει
θα φορτώνουμε
θα φορτώνετε
θα φορτώνουν
θα φορτώσω
θα φορτώσεις
θα φορτώσει
θα φορτώσουμε
θα φορτώσετε
θα φορτώσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
φόρτωσα
φόρτωσες
φόρτωσε
φορτώσαμε
φορτώσατε
φόρτωσαν
να φορτώσω
να φορτώσεις
να φορτώσει
να φορτώσουμε
να φορτώσετε
να φορτώσουν
φόρτωσε
φορτώστε


φορτώσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω φορτώσει
έχεις φορτώσει
έχει φορτώσει
έχουμε φορτώσει
έχετε φορτώσει
έχουν φορτώσει
να έχω φορτώσει
να έχεις φορτώσει
να έχει φορτώσει
να έχουμε φορτώσει
να έχετε φορτώσει
να έχουν φορτώσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα φορτώσει
είχες φορτώσει
είχε φορτώσει
είχαμε φορτώσει
είχατε φορτώσει
είχαν φορτώσει
να είχα φορτώσει
να είχες φορτώσει
να είχε φορτώσει
να είχαμε φορτώσει
να είχατε φορτώσει
να είχαν φορτώσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω φορτώσει
θα έχεις φορτώσει
θα έχει φορτώσει
θα έχουμε φορτώσει
θα έχετε φορτώσει
θα έχουν φορτώσει
Werbung