ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|
φιλάω φιλάς φιλάει φιλάμε φιλάτε φιλάνε | να φιλάω να φιλάς να φιλάει να φιλάμε να φιλάτε να φιλάνε | φιλώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
φιλούσα φιλούσες φιλούσε φιλούσαμε φιλούσατε φιλούσαν | να φιλούσα να φιλούσες να φιλούσε να φιλούσαμε να φιλούσατε να φιλούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα φιλάω θα φιλάς θα φιλάει θα φιλάμε θα φιλάτε θα φιλάνε | θα φιλήσω θα φιλήσεις θα φιλήσει θα φιλήσουμε θα φιλήσετε θα φιλήσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
φίλησα φίλησες φίλησε φιλήσαμε φιλήσατε φίλησαν | να φιλήσω να φιλήσεις να φιλήσει να φιλήσουμε να φιλήσετε να φιλήσουν | φίλησε φιλήστε | φιλήσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω φιλήσει έχεις φιλήσει έχει φιλήσει έχουμε φιλήσει έχετε φιλήσει έχουν φιλήσει | να έχω φιλήσει να έχεις φιλήσει να έχει φιλήσει να έχουμε φιλήσει να έχετε φιλήσει να έχουν φιλήσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα φιλήσει είχες φιλήσει είχε φιλήσει είχαμε φιλήσει είχατε φιλήσει είχαν φιλήσει | να είχα φιλήσει να είχες φιλήσει να είχε φιλήσει να είχαμε φιλήσει να είχατε φιλήσει να είχαν φιλήσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω φιλήσει θα έχεις φιλήσει θα έχει φιλήσει θα έχουμε φιλήσει θα έχετε φιλήσει θα έχουν φιλήσει |
Werbung