φέρνω – holen, bringen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
φέρνω
φέρνεις
φέρνει
φέρνουμε
φέρνετε
φέρνουν
να φέρνω
να φέρνεις
να φέρνει
να φέρνουμε
να φέρνετε
να φέρνουν
φέρνε
φέρνετε



φέρνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
έφερνα
έφερνες
έφερνε
φέρναμε
φέρνατε
έφερναν
να έφερνα
να έφερνες
να έφερνε
να φέρναμε
να φέρνατε
να έφερναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα φέρνω
θα φέρνεις
θα φέρνει
θα φέρνουμε
θα φέρνετε
θα φέρνουν
θα φέρω
θα φέρεις
θα φέρει
θα φέρουμε
θα φέρετε
θα φέρουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
έφερα
έφερες
έφερε
φέραμε
φέρατε
έφεραν
να φέρω
να φέρεις
να φέρει
να φέρουμε
να φέρετε
να φέρουν
φέρε
φέρτε



φέρει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω φέρει
έχεις φέρει
έχει φέρει
έχουμε φέρει
έχετε φέρει
έχουν φέρει
να έχω φέρει
να έχεις φέρει
να έχει φέρει
να έχουμε φέρει
να έχετε φέρει
να έχουν φέρει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα φέρει
είχες φέρει
είχε φέρει
είχαμε φέρει
είχατε φέρει
είχαν φέρει
να είχα φέρει
να είχες φέρει
να είχε φέρει
να είχαμε φέρει
να είχατε φέρει
να είχαν φέρει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω φέρει
θα έχεις φέρει
θα έχει φέρει
θα έχουμε φέρει
θα έχετε φέρει
θα έχουν φέρει
Werbung