τηγανίζω – braten

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
τηγανίζω
τηγανίζεις
τηγανίζει
τηγανίζουμε
τηγανίζετε
τηγανίζουν
να τηγανίζω
να τηγανίζεις
να τηγανίζει
να τηγανίζουμε
να τηγανίζετε
να τηγανίζουν
τηγάνιζε
τηγανίζετε



τηγανίζοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
τηγάνιζα
τηγάνιζες
τηγάνιζε
τηγανίζαμε
τηγανίζατε
τηγάνιζαν
να τηγάνιζα
να τηγάνιζες
να τηγάνιζε
να τηγανίζαμε
να τηγανίζατε
να τηγάνιζαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα τηγανίζω
θα τηγανίζεις
θα τηγανίζει
θα τηγανίζουμε
θα τηγανίζετε
θα τηγανίζουν
θα τηγανίσω
θα τηγανίσεις
θα τηγανίσει
θα τηγανίσουμε
θα τηγανίσετε
θα τηγανίσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
τηγάνισα
τηγάνισες
τηγάνισε
τηγανίσαμε
τηγανίσατε
τηγάνισαν
να τηγανίσω
να τηγανίσεις
να τηγανίσει
να τηγανίσουμε
να τηγανίσετε
να τηγανίσουν
τηγάνισε
τηγανίστε



τηγανίσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω τηγανίσει
έχεις τηγανίσει
έχει τηγανίσει
έχουμε τηγανίσει
έχετε τηγανίσει
έχουν τηγανίσει
να έχω τηγανίσει
να έχεις τηγανίσει
να έχει τηγανίσει
να έχουμε τηγανίσει
να έχετε τηγανίσει
να έχουν τηγανίσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα τηγανίσει
είχες τηγανίσει
είχε τηγανίσει
είχαμε τηγανίσει
είχατε τηγανίσει
είχαν τηγανίσει
να είχα τηγανίσει
να είχες τηγανίσει
να είχε τηγανίσει
να είχαμε τηγανίσει
να είχατε τηγανίσει
να είχαν τηγανίσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω τηγανίσει
θα έχεις τηγανίσει
θα έχει τηγανίσει
θα έχουμε τηγανίσει
θα έχετε τηγανίσει
θα έχουν τηγανίσει
Werbung