μοιράζω – teilen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
μοιράζω
μοιράζεις
μοιράζει
μοιράζουμε
μοιράζετε
μοιράζουν
να μοιράζω
να μοιράζεις
να μοιράζει
να μοιράζουμε
να μοιράζετε
να μοιράζουν

μοίραζε
μοιράζετε



μοιράζοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
μοίραζα
μοίραζες
μοίραζε
μοιράζαμε
μοιράζατε
μοίραζαν
να μοίραζα
να μοίραζες
να μοίραζε
να μοιράζαμε
να μοιράζατε
να μοίραζαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα μοιράζω
θα μοιράζεις
θα μοιράζει
θα μοιράζουμε
θα μοιράζετε
θα μοιράζουν
θα μοιράσω
θα μοιράσεις
θα μοιράσει
θα μοιράσουμε
θα μοιράσετε
θα μοιράσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
μοίρασα
μοίρασες
μοίρασε
μοιράσαμε
μοιράσατε
μοίρασαν
να μοιράσω
να μοιράσεις
να μοιράσει
να μοιράσουμε
να μοιράσετε
να μοιράσουν

μοίρασε
μοιράστε



μοιράσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω μοιράσει
έχεις μοιράσει
έχει μοιράσει
έχουμε μοιράσει
έχετε μοιράσει
έχουν μοιράσει
να έχω μοιράσει
να έχεις μοιράσει
να έχει μοιράσει
να έχουμε μοιράσει
να έχετε μοιράσει
να έχουν μοιράσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα μοιράσει
είχες μοιράσει
είχε μοιράσει
είχαμε μοιράσει
είχατε μοιράσει
είχαν μοιράσει
να είχα μοιράσει
να είχες μοιράσει
να είχε μοιράσει
να είχαμε μοιράσει
να είχατε μοιράσει
να είχαν μοιράσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω μοιράσει
θα έχεις μοιράσει
θα έχει μοιράσει
θα έχουμε μοιράσει
θα έχετε μοιράσει
θα έχουν μοιράσει
Werbung