μαθαίνω – lernen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
μαθαίνω
μαθαίνεις
μαθαίνει
μαθαίνουμε
μαθαίνετε
μαθαίνουν
να μαθαίνω
να μαθαίνεις
να μαθαίνει
να μαθαίνουμε
να μαθαίνετε
να μαθαίνουν

μάθαινε
μαθαίνετε



μαθαίνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
μάθαινα
μάθαινες
μάθαινε
μαθαίναμε
μαθαίνατε
μάθαιναν
να μάθαινα
να μάθαινες
να μάθαινε
να μαθαίναμε
να μαθαίνατε
να μάθαιναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα μαθαίνω
θα μαθαίνεις
θα μαθαίνει
θα μαθαίνουμε
θα μαθαίνετε
θα μαθαίνουν
θα μάθω
θα μάθεις
θα μάθει
θα μάθουμε
θα μάθετε
θα μάθουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
έμαθα
έμαθες
έμαθε
μάθαμε
μάθατε
έμαθαν
να μάθω
να μάθεις
να μάθει
να μάθουμε
να μάθετε
να μάθουν

μάθε
μάθετε



μάθει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω μάθει
έχεις μάθει
έχει μάθει
έχουμε μάθει
έχετε μάθει
έχουν μάθει
να έχω μάθει
να έχεις μάθει
να έχει μάθει
να έχουμε μάθει
να έχετε μάθει
να έχουν μάθει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα μάθει
είχες μάθει
είχε μάθει
είχαμε μάθει
είχατε μάθει
είχαν μάθει
να είχα μάθει
να είχες μάθει
να είχε μάθει
να είχαμε μάθει
να είχατε μάθει
να είχαν μάθει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω μάθει
θα έχεις μάθει
θα έχει μάθει
θα έχουμε μάθει
θα έχετε μάθει
θα έχουν μάθει
Werbung