ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
μένω μένεις μένει μένουμε μένετε μένουν | να μένω να μένεις να μένει να μένουμε να μένετε να μένουν | μένε μένετε | μένοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έμενα έμενες έμενε μέναμε μένατε έμεναν | να έμενα να έμενες να έμενε να μέναμε να μένατε να έμεναν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα μένω θα μένεις θα μένει θα μένουμε θα μένετε θα μένουν | θα μείνω θα μείνεις θα μείνει θα μείνουμε θα μείνετε θα μείνουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
έμεινα έμεινες έμεινε μείναμε μείνατε έμειναν | να μείνω να μείνεις να μείνει να μείνουμε να μείνετε να μείνουν | μείνε μείνετε | μείνει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω μείνει έχεις μείνει έχει μείνει έχουμε μείνει έχετε μείνει έχουν μείνει | να έχω μείνει να έχεις μείνει να έχει μείνει να έχουμε μείνει να έχετε μείνει να έχουν μείνει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα μείνει είχες μείνει είχε μείνει είχαμε μείνει είχατε μείνει είχαν μείνει | να είχα μείνει να είχες μείνει να είχε μείνει να είχαμε μείνει να είχατε μείνει να είχαν μείνει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω μείνει θα έχεις μείνει θα έχει μείνει θα έχουμε μείνει θα έχετε μείνει θα έχουν μείνει |
Werbung