ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
λογαριάζω λογαριάζεις λογαριάζει λογαριάζουμε λογαριάζετε λογαριάζουν | να λογαριάζω να λογαριάζεις να λογαριάζει να λογαριάζουμε να λογαριάζετε να λογαριάζουν | λογάριαζε λογαριάζετε | λογαριάζοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
λογάριαζα λογάριαζες λογάριαζε λογαριάζαμε λογαριάζατε λογάριαζαν | να λογάριαζα να λογάριαζες να λογάριαζε να λογαριάζαμε να λογαριάζατε να λογάριαζαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα λογαριάζω θα λογαριάζεις θα λογαριάζει θα λογαριάζουμε θα λογαριάζετε θα λογαριάζουν | θα λογαριάσω θα λογαριάσεις θα λογαριάσει θα λογαριάσουμε θα λογαριάσετε θα λογαριάσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
λογάριασα λογάριασες λογάριασε λογαριάσαμε λογαριάσατε λογάριασαν | να λογαριάσω να λογαριάσεις να λογαριάσει να λογαριάσουμε να λογαριάσετε να λογαριάσουν | λογάριασε λογαριάστε | λογαριάσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω λογαριάσει έχεις λογαριάσει έχει λογαριάσει έχουμε λογαριάσει έχετε λογαριάσει έχουν λογαριάσει | να έχω λογαριάσει να έχεις λογαριάσει να έχει λογαριάσει να έχουμε λογαριάσει να έχετε λογαριάσει να έχουν λογαριάσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα λογαριάσει είχες λογαριάσει είχε λογαριάσει είχαμε λογαριάσει είχατε λογαριάσει είχαν λογαριάσει | να είχα λογαριάσει να είχες λογαριάσει να είχε λογαριάσει να είχαμε λογαριάσει να είχατε λογαριάσει να είχαν λογαριάσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω λογαριάσει θα έχεις λογαριάσει θα έχει λογαριάσει θα έχουμε λογαριάσει θα έχετε λογαριάσει θα έχουν λογαριάσει |
Werbung