κουράζομαι – ermüden

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
κουράζομαι
κουράζεσαι
κουράζεται
κουραζόμαστε
κουράζεστε
κουράζονται
να κουράζομαι
να κουράζεσαι
να κουράζεται
να κουραζόμαστε
να κουράζεστε
να κουράζονται


ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
κουραζόμουν
κουραζόσουν
κουραζόταν
κουραζόμασταν
κουραζόσασταν
κουράζονταν
να κουραζόμουν
να κουραζόσουν
να κουραζόταν
να κουραζόμασταν
να κουραζόσασταν
να κουράζονταν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα κουράζομαι
θα κουράζεσαι
θα κουράζεται
θα κουραζόμαστε
θα κουράζεστε
θα κουράζονται
θα κουραστώ
θα κουραστείς
θα κουραστεί
θα κουραστούμε
θα κουραστείτε
θα κουραστούν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
κουράστηκα
κουράστηκες
κουράστηκε
κουραστήκαμε
κουραστήκατε
κουράστηκαν
να κουραστώ
να κουραστείς
να κουραστεί
να κουραστούμε
να κουραστείτε
να κουραστούν

κουράσου
κουραστείτε



κουρασθεί





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω κουραστεί
έχεις κουραστεί
έχει κουραστεί
έχουμε κουραστεί
έχετε κουραστεί
έχουν κουραστεί
να έχω κουραστεί
να έχεις κουραστεί
να έχει κουραστεί
να έχουμε κουραστεί
να έχετε κουραστεί
να έχουν κουραστεί


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα κουραστεί
είχες κουραστεί
είχε κουραστεί
είχαμε κουραστεί
είχατε κουραστεί
είχαν κουραστεί
να είχα κουραστεί
να είχες κουραστεί
να είχε κουραστεί
να είχαμε κουραστεί
να είχατε κουραστεί
να είχαν κουραστεί


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω κουραστεί
θα έχεις κουραστεί
θα έχει κουραστεί
θα έχουμε κουραστεί
θα έχετε κουραστεί
θα έχουν κουραστεί
Werbung