ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
κολυμπάω κολυμπάς κολυμπάει κολυμπάμε κολυμπάτε κολυμπάνε | να κολυμπάω να κολυμπάς να κολυμπάει να κολυμπάμε να κολυμπάτε να κολυμπάνε | κολύμπα κολυμπάτε | κολυμπώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
κολυμπούσα κολυμπούσες κολυμπούσε κολυμπούσαμε κολυμπτούσατε κολυμπούσαν | να κολυμπούσα να κολυμπούσες να κολυμπούσε να κολυμπούσαμε να κολυμπτούσατε να κολυμπούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα κολυμπάω θα κολυμπάς θα κολυμπάει θα κολυμπάμε θα κολυμπάτε θα κολυμπάνε | θα κολυμπήσω θα κολυμπήσεις θα κολυμπήσει θα κολυμπήσουμε θα κολυμπήσετε θα κολυμπήσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
κολύμπησα κολύμπησες κολύμπησε κολυμπήσαμε κολυμπήσατε κολύμπησαν | να κολυμπήσω να κολυμπήσεις να κολυμπήσει να κολυμπήσουμε να κολυμπήσετε να κολυμπήσουν | κολύμπησε κολυμπήστε | κολυμπήσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω κολυμπήσει έχεις κολυμπήσει έχει κολυμπήσει έχουμε κολυμπήσει έχετε κολυμπήσει έχουν κολυμπήσει | να έχω κολυμπήσει να έχεις κολυμπήσει να έχει κολυμπήσει να έχουμε κολυμπήσει να έχετε κολυμπήσει να έχουν κολυμπήσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα κολυμπήσει είχες κολυμπήσει είχε κολυμπήσει είχαμε κολυμπήσει είχατε κολυμπήσει είχαν κολυμπήσει | να είχα κολυμπήσει να είχες κολυμπήσει να είχε κολυμπήσει να είχαμε κολυμπήσει να είχατε κολυμπήσει να είχαν κολυμπήσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω κολυμπήσει θα έχεις κολυμπήσει θα έχει κολυμπήσει θα έχουμε κολυμπήσει θα έχετε κολυμπήσει θα έχουν κολυμπήσει |
Werbung