καθοδηγώ – lenken, führen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
καθοδηγώ
καθοδηγείς
καθοδηγεί
καθοδηγούμε
καθοδηγείτε
καθοδηγούν
να καθοδηγώ
να καθοδηγείς
να καθοδηγεί
να καθοδηγούμε
να καθοδηγείτε
να καθοδηγούν

καθοδήγα
καθοδηγείτε




καθοδηγώντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
καθοδηγούσα
καθοδηγούσες
καθοδηγούσε
καθοδηγούσαμε
καθοδηγούσατε
καθοδηγούσαν
να καθοδηγούσα
να καθοδηγούσες
να καθοδηγούσε
να καθοδηγούσαμε
να καθοδηγούσατε
να καθοδηγούσαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα καθοδηγώ
θα καθοδηγείς
θα καθοδηγεί
θα καθοδηγούμε
θα καθοδηγείτε
θα καθοδηγούν
θα καθοδηγήσω
θα καθοδηγήσεις
θα καθοδηγήσει
θα καθοδηγήσουμε
θα καθοδηγήσετε
θα καθοδηγήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
καθοδήγησα
καθοδήγησες
καθοδήγησε
καθοδηγήσαμε
καθοδηγήσατε
καθοδήγησαν
να καθοδηγήσω
να καθοδηγήσεις
να καθοδηγήσει
να καθοδηγήσουμε
να καθοδηγήσετε
να καθοδηγήσουν

καθοδήγησε
καθοδηγήστε



καθοδηγήσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω καθοδηγήσει
έχεις καθοδηγήσει
έχει καθοδηγήσει
έχουμε καθοδηγήσει
έχετε καθοδηγήσει
έχουν καθοδηγήσει
να έχω καθοδηγήσει
να έχεις καθοδηγήσει
να έχει καθοδηγήσει
να έχουμε καθοδηγήσει
να έχετε καθοδηγήσει
να έχουν καθοδηγήσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα καθοδηγήσει
είχες καθοδηγήσει
είχε καθοδηγήσει
είχαμε καθοδηγήσει
είχατε καθοδηγήσει
είχαν καθοδηγήσει
να είχα καθοδηγήσει
να είχες καθοδηγήσει
να είχε καθοδηγήσει
να είχαμε καθοδηγήσει
να είχατε καθοδηγήσει
να είχαν καθοδηγήσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω καθοδηγήσει
θα έχεις καθοδηγήσει
θα έχει καθοδηγήσει
θα έχουμε καθοδηγήσει
θα έχετε καθοδηγήσει
θα έχουν καθοδηγήσει
Werbung