επαναλαμβάνω – wiederholen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
επαναλαμβάνω
επαναλαμβάνεις
επαναλαμβάνει
επαναλαμβάνουμε
επαναλαμβάνετε
επαναλαμβάνουν
να επαναλαμβάνω
να επαναλαμβάνεις
να επαναλαμβάνει
να επαναλαμβάνουμε
να επαναλαμβάνετε
να επαναλαμβάνουν

επαναλάμβανε
επαναλαμβάνετε



επαναλαμβάνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
επαναλάμβανα
επαναλάμβανες
επαναλάμβανε
επαναλαμβάναμε
επαναλαμβάνατε
επαναλάμβαναν
να επαναλάμβανα
να επαναλάμβανες
να επαναλάμβανε
να επαναλαμβάναμε
να επαναλαμβάνατε
να επαναλάμβαναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα επαναλαμβάνω
θα επαναλαμβάνεις
θα επαναλαμβάνει
θα επαναλαμβάνουμε
θα επαναλαμβάνετε
θα επαναλαμβάνουν
θα επαναλάβω
θα επαναλάβεις
θα επαναλάβει
θα επαναλάβουμε
θα επαναλάβετε
θα επαναλάβουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
επανέλαβα
επανέλαβες
επανέλαβε
επαναλάβαμε
επαναλάβατε
επανέλαβαν
να επαναλάβω
να επαναλάβεις
να επαναλάβει
να επαναλάβουμε
να επαναλάβετε
να επαναλάβουν

επανέλαβε
επαναλάβατε



επαναλάβει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω επαναλάβει
έχεις επαναλάβει
έχει επαναλάβει
έχουμε επαναλάβει
έχετε επαναλάβει
έχουν επαναλάβει
να έχω επαναλάβει
να έχεις επαναλάβει
να έχει επαναλάβει
να έχουμε επαναλάβει
να έχετε επαναλάβει
να έχουν επαναλάβει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα επαναλάβει
είχες επαναλάβει
είχε επαναλάβει
είχαμε επαναλάβει
είχατε επαναλάβει
είχαν επαναλάβει
να είχα επαναλάβει
να είχες επαναλάβει
να είχε επαναλάβει
να είχαμε επαναλάβει
να είχατε επαναλάβει
να είχαν επαναλάβει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω επαναλάβει
θα έχεις επαναλάβει
θα έχει επαναλάβει
θα έχουμε επαναλάβει
θα έχετε επαναλάβει
θα έχουν επαναλάβει
Werbung