εκτυπώνω – drucken

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
εκτυπώνω
εκτυπώνεις
εκτυπώνει
εκτυπώνουμε
εκτυπώνετε
εκτυπώνουν
να εκτυπώνω
να εκτυπώνεις
να εκτυπώνει
να εκτυπώνουμε
να εκτυπώνετε
να εκτυπώνουν

εκτύπωνε
εκτυπώνετε



εκτυπώνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
εκτύπωνα
εκτύπωνες
εκτύπωνε
εκτυπώναμε
εκτυπώνατε
εκτύπωναν
να εκτύπωνα
να εκτύπωνες
να εκτύπωνε
να εκτυπώναμε
να εκτυπώνατε
να εκτύπωναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα εκτυπώνω
θα εκτυπώνεις
θα εκτυπώνει
θα εκτυπώνουμε
θα εκτυπώνετε
θα εκτυπώνουν
θα εκτυπώσω
θα εκτυπώσεις
θα εκτυπώσει
θα εκτυπώσουμε
θα εκτυπώσετε
θα εκτυπώσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
εκτύπωσα
εκτύπωσες
εκτύπωσε
εκτυπώσαμε
εκτυπώσατε
εκτύπωσαν
να εκτυπώσω
να εκτυπώσεις
να εκτυπώσει
να εκτυπώσουμε
να εκτυπώσετε
να εκτυπώσουν
εκτύπωσε
εκτυπώστε



εκτυπώσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω εκτυπώσει
έχεις εκτυπώσει
έχει εκτυπώσει
έχουμε εκτυπώσει
έχετε εκτυπώσει
έχουν εκτυπώσει
να έχω εκτυπώσει
να έχεις εκτυπώσει
να έχει εκτυπώσει
να έχουμε εκτυπώσει
να έχετε εκτυπώσει
να έχουν εκτυπώσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα εκτυπώσει
είχες εκτυπώσει
είχε εκτυπώσει
είχαμε εκτυπώσει
είχατε εκτυπώσει
είχαν εκτυπώσει
να είχα εκτυπώσει
να είχες εκτυπώσει
να είχε εκτυπώσει
να είχαμε εκτυπώσει
να είχατε εκτυπώσει
να είχαν εκτυπώσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω εκτυπώσει
θα έχεις εκτυπώσει
θα έχει εκτυπώσει
θα έχουμε εκτυπώσει
θα έχετε εκτυπώσει
θα έχουν εκτυπώσει
Werbung