ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
εκτιμάω, -ώ εκτιμάς εκτιμάει εκτιμούμε, -άμε εκτιμάτε εκτιμούν, -άνε | να εκτιμάω, -ώ να εκτιμάς να εκτιμά να εκτιμούμε, -άμε να εκτιμάτε να εκτιμούν, -άνε | εκτίμα εκτιμάτε | εκτιμώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
εκτιμούσα εκτιμούσες εκτιμούσε εκτιμούσαμε εκτιμούσατε εκτιμούσαν | να εκτιμούσα να εκτιμούσες να εκτιμούσε να εκτιμούσαμε να εκτιμούσατε να εκτιμούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα εκτιμάω, -ώ θα εκτιμάς θα εκτιμά θα εκτιμούμε, -άμε θα εκτιμάτε θα εκτιμούν, -άνε | θα εκτιμήσω θα εκτιμήσεις θα εκτιμήσει θα εκτιμήσουμε θα εκτιμήσετε θα εκτιμήσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
εκτίμησα εκτίμησες εκτίμησε εκτιμήσαμε εκτιμήσατε εκτίμησαν | να εκτιμήσω να εκτιμήσεις να εκτιμήσει να εκτιμήσουμε να εκτιμήσετε να εκτιμήσουν | εκτίμησε εκτιμήστε | εκτιμήσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω εκτιμήσει έχεις εκτιμήσει έχει εκτιμήσει έχουμε εκτιμήσει έχετε εκτιμήσει έχουν εκτιμήσει | να έχω εκτιμήσει να έχεις εκτιμήσει να έχει εκτιμήσει να έχουμε εκτιμήσει να έχετε εκτιμήσει να έχουν εκτιμήσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα εκτιμήσει είχες εκτιμήσει είχε εκτιμήσει είχαμε εκτιμήσει είχατε εκτιμήσει είχαν εκτιμήσει | να είχα εκτιμήσει να είχες εκτιμήσει να είχε εκτιμήσει να είχαμε εκτιμήσει να είχατε εκτιμήσει να είχαν εκτιμήσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω εκτιμήσει θα έχεις εκτιμήσει θα έχει εκτιμήσει θα έχουμε εκτιμήσει θα έχετε εκτιμήσει θα έχουν εκτιμήσει |
Werbung