διπλώνω – falten

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
διπλώνω
διπλώνεις
διπλώνει
διπλώνουμε
διπλώνετε
διπλώνουν
να διπλώνω
να διπλώνεις
να διπλώνει
να διπλώνουμε
να διπλώνετε
να διπλώνουν

δίπλωνε
διπλώνετε



διπλώνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
δίπλωνα
δίπλωνες
δίπλωνε
διπλώναμε
διπλώνατε
δίπλωναν
να δίπλωνα
να δίπλωνες
να δίπλωνε
να διπλώναμε
να διπλώνατε
να δίπλωναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα διπλώνω
θα διπλώνεις
θα διπλώνει
θα διπλώνουμε
θα διπλώνετε
θα διπλώνουν
θα διπλώσω
θα διπλώσεις
θα διπλώσει
θα διπλώσουμε
θα διπλώσετε
θα διπλώσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
δίπλωσα
δίπλωσες
δίπλωσε
διπλώσαμε
διπλώσατε
δίπλωσαν
να διπλώσω
να διπλώσεις
να διπλώσει
να διπλώσουμε
να διπλώσετε
να διπλώσουν

δίπλωσε
διπλώστε



διπλώσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω διπλώσει
έχεις διπλώσει
έχει διπλώσει
έχουμε διπλώσει
έχετε διπλώσει
έχουν διπλώσει
να έχω διπλώσει
να έχεις διπλώσει
να έχει διπλώσει
να έχουμε διπλώσει
να έχετε διπλώσει
να έχουν διπλώσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα διπλώσει
είχες διπλώσει
είχε διπλώσει
είχαμε διπλώσει
είχατε διπλώσει
είχαν διπλώσει
να είχα διπλώσει
να είχες διπλώσει
να είχε διπλώσει
να είχαμε διπλώσει
να είχατε διπλώσει
να είχαν διπλώσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω διπλώσει
θα έχεις διπλώσει
θα έχει διπλώσει
θα έχουμε διπλώσει
θα έχετε διπλώσει
θα έχουν διπλώσει
Werbung