διδάσκω – lehren

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – KonjunktivΠροστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
διδάσκω
διδάσκεις
διδάσκει
διδάσκουμε
διδάσκετε
διδάσκουν
να διδάσκω
να διδάσκεις
να διδάσκει
να διδάσκουμε
να διδάσκετε
να διδάσκουν
δίδασκε
διδάσκετε


διδάσκοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
δίδασκα
δίδασκες
δίδασκε
διδάσκαμε
διδάσκατε
δίδασκαν
να δίδασκα
να δίδασκες
να δίδασκε
να διδάσκαμε
να διδάσκατε
να δίδασκαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – ContinuumΣτιγμιαίος – Einmalig
θα διδάσκω
θα διδάσκεις
θα διδάσκει
θα διδάσκουμε
θα διδάσκετε
θα διδάσκουν
θα διδάξω
θα διδάξεις
θα διδάξει
θα διδάξουμε
θα διδάξετε
θα διδάξουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – KonjunktivΠροστακτική – ImperativΑπαρέμφατο –
infin. Form
δίδαξα
δίδαξες
δίδαξε
διδάξαμε
διδάξατε
δίδαξαν
να διδάξω
να διδάξεις
να διδάξει
να διδάξουμε
να διδάξετε
να διδάξουν
δίδαξε
διδάξτε



διδάξει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω διδάξει
έχεις διδάξει
έχει διδάξει
έχουμε διδάξει
έχετε διδάξει
έχουν διδάξει
να έχω διδάξει
να έχεις διδάξει
να έχει διδάξει
να έχουμε διδάξει
να έχετε διδάξει
να έχουν διδάξει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα διδάξει
είχες διδάξει
είχε διδάξει
είχαμε διδάξει
είχατε διδάξει
είχαν διδάξει
να είχα διδάξει
να είχες διδάξει
να είχε διδάξει
να είχαμε διδάξει
να είχατε διδάξει
να είχαν διδάξει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω διδάξει
θα έχεις διδάξει
θα έχει διδάξει
θα έχουμε διδάξει
θα έχετε διδάξει
θα έχουν διδάξει
Werbung