διαμορφώνω – bilden, gestalten

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
διαμορφώνω
διαμορφώνεις
διαμορφώνει
διαμορφώνουμε
διαμορφώνετε
διαμορφώνουν
να διαμορφώνω
να διαμορφώνεις
να διαμορφώνει
να διαμορφώνουμε
να διαμορφώνετε
να διαμορφώνουν
διαμόρφωνε
διαμορφώνετε



διαμορφώνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
διαμόρφωνα
διαμόρφωνες
διαμόρφωνε
διαμορφώναμε
διαμορφώνατε
διαμόρφωναν
να διαμόρφωνα
να διαμόρφωνες
να διαμόρφωνε
να διαμορφώναμε
να διαμορφώνατε
να διαμόρφωναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα διαμορφώνω
θα διαμορφώνεις
θα διαμορφώνει
θα διαμορφώνουμε
θα διαμορφώνετε
θα διαμορφώνουν
θα διαμορφώσω
θα διαμορφώσεις
θα διαμορφώσει
θα διαμορφώσουμε
θα διαμορφώσετε
θα διαμορφώσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
διαμόρφωσα
διαμόρφωσες
διαμόρφωσε
διαμορφώσαμε
διαμορφώσατε
διαμόρφωσαν
να διαμορφώσω
να διαμορφώσεις
να διαμορφώσει
να διαμορφώσουμε
να διαμορφώσετε
να διαμορφώσουν
διαμόρφωσε
διαμορφώστε



διαμορφώσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω διαμορφώσει
έχεις διαμορφώσει
έχει διαμορφώσει
έχουμε διαμορφώσει
έχετε διαμορφώσει
έχουν διαμορφώσει
να έχω διαμορφώσει
να έχεις διαμορφώσει
να έχει διαμορφώσει
να έχουμε διαμορφώσει
να έχετε διαμορφώσει
να έχουν διαμορφώσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα διαμορφώσει
είχες διαμορφώσει
είχε διαμορφώσει
είχαμε διαμορφώσει
είχατε διαμορφώσει
είχαν διαμορφώσει
να είχα διαμορφώσει
να είχες διαμορφώσει
να είχε διαμορφώσει
να είχαμε διαμορφώσει
να είχατε διαμορφώσει
να είχαν διαμορφώσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω διαμορφώσει
θα έχεις διαμορφώσει
θα έχει διαμορφώσει
θα έχουμε διαμορφώσει
θα έχετε διαμορφώσει
θα έχουν διαμορφώσει
Werbung