ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
διακόπτω διακόπτεις διακόπτει διακόπτουμε διακόπτετε διακόπτουν | να διακόπτω να διακόπτεις να διακόπτει να διακόπτουμε να διακόπτετε να διακόπτουν | διάκοπτε διακόπτετε | διακόπτοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
διέκοπτα διέκοπτες διέκοπτε διακόπταμε διακόπτατε διέκοπταν | να διέκοπτα να διέκοπτες να διέκοπτε να διακόπταμε να διακόπτατε να διέκοπταν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα διακόπτω θα διακόπτεις θα διακόπτει θα διακόπτουμε θα διακόπτετε θα διακόπτουν | θα διακόψω θα διακόψεις θα διακόψει θα διακόψουμε θα διακόψετε θα διακόψουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
διέκοψα διέκοψες διέκοψε διακόψαμε διακόψατε διέκοψαν | να διακόψω να διακόψεις να διακόψει να διακόψουμε να διακόψετε να διακόψουν | διέκοψε διακόψτε | διακόψει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω διακόψει έχεις διακόψει έχει διακόψει έχουμε διακόψει έχετε διακόψει έχουν διακόψει | να έχω διακόψει να έχεις διακόψει να έχει διακόψει να έχουμε διακόψει να έχετε διακόψει να έχουν διακόψει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα διακόψει είχες διακόψει είχε διακόψει είχαμε διακόψει είχατε διακόψει είχαν διακόψει | να είχα διακόψει να είχες διακόψει να είχε διακόψει να είχαμε διακόψει να είχατε διακόψει να είχαν διακόψει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω διακόψει θα έχεις διακόψει θα έχει διακόψει θα έχουμε διακόψει θα έχετε διακόψει θα έχουν διακόψει |
Werbung