ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
δαγκώνω δαγκώνεις δαγκώνει δαγκώνουμε δαγκώνετε δαγκώνουν | να δαγκώνω να δαγκώνεις να δαγκώνει να δαγκώνουμε να δαγκώνετε να δαγκώνουν | δάγκωνε δαγκώνετε | δαγκώνοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
δάγκωνα δάγκωνες δάγκωνε δαγκώναμε δαγκώνατε δάγκωναν | να δάγκωνα να δάγκωνες να δάγκωνε να δαγκώναμε να δαγκώνατε να δάγκωναν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα δαγκώνω θα δαγκώνεις θα δαγκώνει θα δαγκώνουμε θα δαγκώνετε θα δαγκώνουν | θα δαγκώσω θα δαγκώσεις θα δαγκώσει θα δαγκώσουμε θα δαγκώσετε θα δαγκώσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
δάγκωσα δάγκωσες δάγκωσε δαγκώσαμε δαγκώσατε δάγκωσαν | να δαγκώσω να δαγκώσεις να δαγκώσει να δαγκώσουμε να δαγκώσετε να δαγκώσουν | δάγκωσε δαγκώστε | δαγκώσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω δαγκώσει έχεις δαγκώσει έχει δαγκώσει έχουμε δαγκώσει έχετε δαγκώσει έχουν δαγκώσει | να έχω δαγκώσει να έχεις δαγκώσει να έχει δαγκώσει να έχουμε δαγκώσει να έχετε δαγκώσει να έχουν δαγκώσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα δαγκώσει είχες δαγκώσει είχε δαγκώσει είχαμε δαγκώσει είχατε δαγκώσει είχαν δαγκώσει | να είχα δαγκώσει να είχες δαγκώσει να είχε δαγκώσει να είχαμε δαγκώσει να είχατε δαγκώσει να είχαν δαγκώσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω δαγκώσει θα έχεις δαγκώσει θα έχει δαγκώσει θα έχουμε δαγκώσει θα έχετε δαγκώσει θα έχουν δαγκώσει |
Werbung