απογοητεύω – enttäuschen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
απογοητεύω
απογοητεύεις
απογοητεύει
απογοητεύουμε
απογοητεύετε
απογοητεύουν
να απογοητεύω
να απογοητεύεις
να απογοητεύει
να απογοητεύουμε
να απογοητεύετε
να απογοητεύουν

απογοήτευε
απογοητεύετε



απογοητεύοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
απογοήτευα
απογοήτευες
απογοήτευε
απογοητεύαμε
απογοητεύατε
απογοήτευαν
να απογοήτευα
να απογοήτευες
να απογοήτευε
να απογοητεύαμε
να απογοητεύατε
να απογοήτευαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα απογοητεύω
θα απογοητεύεις
θα απογοητεύει
θα απογοητεύουμε
θα απογοητεύετε
θα απογοητεύουν
θα απογοητεύσω
θα απογοητεύσεις
θα απογοητεύσει
θα απογοητεύσουμε
θα απογοητεύσετε
θα απογοητεύσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
απογοήτευσα
απογοήτευσες
απογοήτευσε
απογοητεύσαμε
απογοητεύσατε
απογοήτευσαν
να απογοητεύσω
να απογοητεύσεις
να απογοητεύσει
να απογοητεύσουμε
να απογοητεύσετε
να απογοητεύσουν

απογοήτευσε
απογοητεύστε



απογοητεύσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω απογοητεύσει
έχεις απογοητεύσει
έχει απογοητεύσει
έχουμε απογοητεύσει
έχετε απογοητεύσει
έχουν απογοητεύσει
να έχω απογοητεύσει
να έχεις απογοητεύσει
να έχει απογοητεύσει
να έχουμε απογοητεύσει
να έχετε απογοητεύσει
να έχουν απογοητεύσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα απογοητεύσει
είχες απογοητεύσει
είχε απογοητεύσει
είχαμε απογοητεύσει
είχατε απογοητεύσει
είχαν απογοητεύσει
να είχα απογοητεύσει
να είχες απογοητεύσει
να είχε απογοητεύσει
να είχαμε απογοητεύσει
να είχατε απογοητεύσει
να είχαν απογοητεύσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω απογοητεύσει
θα έχεις απογοητεύσει
θα έχει απογοητεύσει
θα έχουμε απογοητεύσει
θα έχετε απογοητεύσει
θα έχουν απογοητεύσει
Werbung