ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
αμφισβητώ αμφισβητείς αμφισβητεί αμφισβητούμε αμφισβητείτε αμφισβητούν | να αμφισβητώ να αμφισβητείς να αμφισβητεί να αμφισβητούμε να αμφισβητείτε να αμφισβητούν | αμφισβήτα αμφισβητείτε | αμφισβητώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
αμφισβητούσα αμφισβητούσες αμφισβητούσε αμφισβητούσαμε αμφισβητούσατε αμφισβητούσαν | να αμφισβητούσα να αμφισβητούσες να αμφισβητούσε να αμφισβητούσαμε να αμφισβητούσατε να αμφισβητούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα αμφισβητώ θα αμφισβητείς θα αμφισβητεί θα αμφισβητούμε θα αμφισβητείτε θα αμφισβητούν | θα αμφισβητήσω θα αμφισβητήσεις θα αμφισβητήσει θα αμφισβητήσουμε θα αμφισβητήσετε θα αμφισβητήσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
αμφισβήτησα αμφισβήτησες αμφισβήτησε αμφισβητήσαμε αμφισβητήσατε αμφισβήτησαν | να αμφισβητήσω να αμφισβητήσεις να αμφισβητήσει να αμφισβητήσουμε να αμφισβητήσετε να αμφισβητήσουν | αμφισβήτησε αμφισβητήστε | αμφισβητήσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω αμφισβητήσει έχεις αμφισβητήσει έχει αμφισβητήσει έχουμε αμφισβητήσει έχετε αμφισβητήσει έχουν αμφισβητήσει | να έχω αμφισβητήσει να έχεις αμφισβητήσει να έχει αμφισβητήσει να έχουμε αμφισβητήσει να έχετε αμφισβητήσει να έχουν αμφισβητήσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα αμφισβητήσει είχες αμφισβητήσει είχε αμφισβητήσει είχαμε αμφισβητήσει είχατε αμφισβητήσει είχαν αμφισβητήσει | να είχα αμφισβητήσει να είχες αμφισβητήσει να είχε αμφισβητήσει να είχαμε αμφισβητήσει να είχατε αμφισβητήσει να είχαν αμφισβητήσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω αμφισβητήσει θα έχεις αμφισβητήσει θα έχει αμφισβητήσει θα έχουμε αμφισβητήσει θα έχετε αμφισβητήσει θα έχουν αμφισβητήσει |
Werbung