ακολουθώ – folgen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
ακολουθώ
ακολουθείς
ακολουθεί
ακολουθούμε
ακολουθείτε
ακολουθούν
να ακολουθώ
να ακολουθείς
να ακολουθεί
να ακολουθούμε
να ακολουθείτε
να ακολουθούν

ακολούθα
ακολουθείτε



ακολουθώντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
ακολουθούσα
ακολουθούσες
ακολουθούσε
ακολουθούσαμε
ακολουθούσατε
ακολουθούσαν
να ακολουθούσα
να ακολουθούσες
να ακολουθούσε
να ακολουθούσαμε
να ακολουθούσατε
να ακολουθούσαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα ακολουθώ
θα ακολουθείς
θα ακολουθεί
θα ακολουθούμε
θα ακολουθείτε
θα ακολουθούν
θα ακολουθήσω
θα ακολουθήσεις
θα ακολουθήσει
θα ακολουθήσουμε
θα ακολουθήσετε
θα ακολουθήσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
ακολούθησα
ακολούθησες
ακολούθησε
ακολουθήσαμε
ακολουθήσατε
ακολούθησαν
να ακολουθήσω
να ακολουθήσεις
να ακολουθήσει
να ακολουθήσουμε
να ακολουθήσετε
να ακολουθήσουν

ακολούθησε
ακολουθήστε



ακολουθήσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω ακολουθήσει
έχεις ακολουθήσει
έχει ακολουθήσει
έχουμε ακολουθήσει
έχετε ακολουθήσει
έχουν ακολουθήσει
να έχω ακολουθήσει
να έχεις ακολουθήσει
να έχει ακολουθήσει
να έχουμε ακολουθήσει
να έχετε ακολουθήσει
να έχουν ακολουθήσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα ακολουθήσει
είχες ακολουθήσει
είχε ακολουθήσει
είχαμε ακολουθήσει
είχατε ακολουθήσει
είχαν ακολουθήσει
να είχα ακολουθήσει
να είχες ακολουθήσει
να είχε ακολουθήσει
να είχαμε ακολουθήσει
να είχατε ακολουθήσει
να είχαν ακολουθήσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω ακολουθήσει
θα έχεις ακολουθήσει
θα έχει ακολουθήσει
θα έχουμε ακολουθήσει
θα έχετε ακολουθήσει
θα έχουν ακολουθήσει

Werbung