αδιαφορώ – uninteressiert sein

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
αδιαφορώ
αδιαφορείς
αδιαφορεί
αδιαφορούμε
αδιαφορείτε
αδιαφορούν
να αδιαφορώ
να αδιαφορείς
να αδιαφορεί
να αδιαφορούμε
να αδιαφορείτε
να αδιαφορούν

αδιαφορείτε




αδιαφορώντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
αδιαφορούσα
αδιαφορούσες
αδιαφορούσε
αδιαφορούσαμε
αδιαφορούσατε
αδιαφορούσαν
να αδιαφορούσα
να αδιαφορούσες
να αδιαφορούσε
να αδιαφορούσαμε
να αδιαφορούσατε
να αδιαφορούσαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα αδιαφορώ
θα αδιαφορείς
θα αδιαφορεί
θα αδιαφορούμε
θα αδιαφορείτε
θα αδιαφορούν
θα αδιαφορήσω
θα αδιαφορήσεις
θα αδιαφορήσει
θα αδιαφορήσουμε
θα αδιαφορήσετε
θα αδιαφορήσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
αδιαφόρησα
αδιαφόρησες
αδιαφόρησε
αδιαφορήσαμε
αδιαφορήσατε
αδιαφόρησαν
να αδιαφορήσω
να αδιαφορήσεις
να αδιαφορήσει
να αδιαφορήσουμε
να αδιαφορήσετε
να αδιαφορήσουν

αδιαφόρησε
αδιαφορήστε



αδιαφορήσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω αδιαφορήσει
έχεις αδιαφορήσει
έχει αδιαφορήσει
έχουμε αδιαφορήσει
έχετε αδιαφορήσει
έχουν αδιαφορήσει
να έχω αδιαφορήσει
να έχεις αδιαφορήσει
να έχει αδιαφορήσει
να έχουμε αδιαφορήσει
να έχετε αδιαφορήσει
να έχουν αδιαφορήσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα αδιαφορήσει
είχες αδιαφορήσει
είχε αδιαφορήσει
είχαμε αδιαφορήσει
είχατε αδιαφορήσει
είχαν αδιαφορήσει
να είχα αδιαφορήσει
να είχες αδιαφορήσει
να είχε αδιαφορήσει
να είχαμε αδιαφορήσει
να είχατε αδιαφορήσει
να είχαν αδιαφορήσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω αδιαφορήσει
θα έχεις αδιαφορήσει
θα έχει αδιαφορήσει
θα έχουμε αδιαφορήσει
θα έχετε αδιαφορήσει
θα έχουν αδιαφορήσει
Werbung