αγκαλιάζω – umarmen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
αγκαλιάζω
αγκαλιάζεις
αγκαλιάζει
αγκαλιάζουμε
αγκαλιάζετε
αγκαλιάζουν
να αγκαλιάζω
να αγκαλιάζεις
να αγκαλιάζει
να αγκαλιάζουμε
να αγκαλιάζετε
να αγκαλιάζουν
αγκάλιαζε
αγκαλιάζετε



αγκαλιάζοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
αγκάλιαζα
αγκάλιαζες
αγκάλιαζε
αγκαλιάζαμε
αγκαλιάζατε
αγκάλιαζαν
να αγκάλιαζα
να αγκάλιαζες
να αγκάλιαζε
να αγκαλιάζαμε
να αγκαλιάζατε
να αγκάλιαζαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα αγκαλιάζω
θα αγκαλιάζεις
θα αγκαλιάζει
θα αγκαλιάζουμε
θα αγκαλιάζετε
θα αγκαλιάζουν
θα αγκαλιάσω
θα αγκαλιάσεις
θα αγκαλιάσει
θα αγκαλιάσουμε
θα αγκαλιάσετε
θα αγκαλιάσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
αγκάλιασα
αγκάλιασες
αγκάλιασε
αγκαλιάσαμε
αγκαλιάσατε
αγκάλιασαν
να αγκαλιάσω
να αγκαλιάσεις
να αγκαλιάσει
να αγκαλιάσουμε
να αγκαλιάσετε
να αγκαλιάσουν
αγκάλιασε
αγκαλιάστε



αγκαλιάσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω αγκαλιάσει
έχεις αγκαλιάσει
έχει αγκαλιάσει
έχουμε αγκαλιάσει
έχετε αγκαλιάσει
έχουν αγκαλιάσει
να έχω αγκαλιάσει
να έχεις αγκαλιάσει
να έχει αγκαλιάσει
να έχουμε αγκαλιάσει
να έχετε αγκαλιάσει
να έχουν αγκαλιάσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα αγκαλιάσει
είχες αγκαλιάσει
είχε αγκαλιάσει
είχαμε αγκαλιάσει
είχατε αγκαλιάσει
είχαν αγκαλιάσει
να είχα αγκαλιάσει
να είχες αγκαλιάσει
να είχε αγκαλιάσει
να είχαμε αγκαλιάσει
να είχατε αγκαλιάσει
να είχαν αγκαλιάσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω αγκαλιάσει
θα έχεις αγκαλιάσει
θα έχει αγκαλιάσει
θα έχουμε αγκαλιάσει
θα έχετε αγκαλιάσει
θα έχουν αγκαλιάσει
Werbung