αγαπάω – lieben

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
αγαπάω
αγαπάς
αγαπάει
αγαπάμε
αγαπάτε
αγαπάνε
να αγαπάω
να αγαπάς
να αγαπάει
να αγαπάμε
να αγαπάτε
να αγαπάνε
αγάπα
αγαπάτε



αγαπώντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
αγαπούσα
αγαπούσες
αγαπούσε
αγαπούσαμε
αγαπούσατε
αγαπούσαν
να αγαπούσα
να αγαπούσες
να αγαπούσε
να αγαπούσαμε
να αγαπούσατε
να αγαπούσαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα αγαπάω
θα αγαπάς
θα αγαπάει
θα αγαπάμε
θα αγαπάτε
θα αγαπάνε
θα αγαπήσω
θα αγαπήσεις
θα αγαπήσει
θα αγαπήσουμε
θα αγαπήσετε
θα αγαπήσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
αγάπησα
αγάπησες
αγάπησε
αγαπήσαμε
αγαπήσατε
αγάπησαν
να αγαπήσω
να αγαπήσεις
να αγαπήσει
να αγαπήσουμε
να αγαπήσετε
να αγαπήσουν

αγάπησε
αγαπήστε



αγαπήσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω αγαπήσει
έχεις αγαπήσει
έχει αγαπήσει
έχουμε αγαπήσει
έχετε αγαπήσει
έχουν αγαπήσει
να έχω αγαπήσει
να έχεις αγαπήσει
να έχει αγαπήσει
να έχουμε αγαπήσει
να έχετε αγαπήσει
να έχουν αγαπήσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα αγαπήσει
είχες αγαπήσει
είχε αγαπήσει
είχαμε αγαπήσει
είχατε αγαπήσει
είχαν αγαπήσει
να είχα αγαπήσει
να είχες αγαπήσει
να είχε αγαπήσει
να είχαμε αγαπήσει
να είχατε αγαπήσει
να είχαν αγαπήσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω αγαπήσει
θα έχεις αγαπήσει
θα έχει αγαπήσει
θα έχουμε αγαπήσει
θα έχετε αγαπήσει
θα έχουν αγαπήσει
Werbung