περιμένω – warten

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
περιμένω
περιμένεις
περιμένει
περιμένουμε
περιμένετε
περιμένουν
να περιμένω
να περιμένεις
να περιμένει
να περιμένουμε
να περιμένετε
να περιμένουν
περίμενε
περιμένετε



περιμένοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
περίμενα
περίμενες
περίμενε
περιμέναμε
περιμένατε
περίμεναν
να περίμενα
να περίμενες
να περίμενε
να περιμέναμε
να περιμένατε
να περίμεναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα περιμένω
θα περιμένεις
θα περιμένει
θα περιμένουμε
θα περιμένετε
θα περιμένουν
θα περιμένω
θα περιμένεις
θα περιμένει
θα περιμένουμε
θα περιμένετε
θα περιμένουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
περίμενα
περίμενες
περίμενε
περιμέναμε
περιμένατε
περίμεναν
να περιμένω
να περιμένεις
να περιμένει
να περιμένουμε
να περιμένετε
να περιμένουν
περίμενε
περιμένετε



περιμένει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω περιμένει
έχεις περιμένει
έχει περιμένει
έχουμε περιμένει
έχετε περιμένει
έχουν περιμένει
να έχω περιμένει
να έχεις περιμένει
να έχει περιμένει
να έχουμε περιμένει
να έχετε περιμένει
να έχουν περιμένει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα περιμένει
είχες περιμένει
είχε περιμένει
είχαμε περιμένει
είχατε περιμένει
είχαν περιμένει
να είχα περιμένει
να είχες περιμένει
να είχε περιμένει
να είχαμε περιμένει
να είχατε περιμένει
να είχαν περιμένει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω περιμένει
θα έχεις περιμένει
θα έχει περιμένει
θα έχουμε περιμένει
θα έχετε περιμένει
θα έχουν περιμένει
Werbung