ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
διαβάζω διαβάζεις διαβάζει διαβάζουμε διαβάζετε διαβάζουν | να διαβάζω να διαβάζεις να διαβάζει να διαβάζουμε να διαβάζετε να διαβάζουν | διάβαζε διαβάζετε | διαβάζοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
διάβαζα διάβαζες διάβαζε διαβάζαμε διαβάζατε διάβαζαν | να διάβαζα να διάβαζες να διάβαζε να διαβάζαμε να διαβάζατε να διάβαζαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα διαβάζω θα διαβάζεις θα διαβάζει θα διαβάζουμε θα διαβάζετε θα διαβάζουν | θα διαβάσω θα διαβάσεις θα διαβάσει θα διαβάσουμε θα διαβάσετε θα διαβάσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
διάβασα διάβασες διάβασε διαβάσαμε διαβάσατε διάβασαν | να διαβάσω να διαβάσεις να διαβάσει να διαβάσουμε να διαβάσετε να διαβάσουν | διάβασε διαβάστε | διαβάσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω διαβάσει έχεις διαβάσει έχει διαβάσει έχουμε διαβάσει έχετε διαβάσει έχουν διαβάσει | να έχω διαβάσει να έχεις διαβάσει να έχει διαβάσει να έχουμε διαβάσει να έχετε διαβάσει να έχουν διαβάσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα διαβάσει είχες διαβάσει είχε διαβάσει είχαμε διαβάσει είχατε διαβάσει είχαν διαβάσει | να είχα διαβάσει να είχες διαβάσει να είχε διαβάσει να είχαμε διαβάσει να είχατε διαβάσει να είχαν διαβάσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω διαβάσει θα έχεις διαβάσει θα έχει διαβάσει θα έχουμε διαβάσει θα έχετε διαβάσει θα έχουν διαβάσει |
Werbung