ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
δακρύζω δακρύζεις δακρύζει δακρύζουμε δακρύζετε δακρύζουν | να δακρύζω να δακρύζεις να δακρύζει να δακρύζουμε να δακρύζετε να δακρύζουν | δάκρυζε δακρύζετε | δακρύζοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
δάκρυζα δάκρυζες δάκρυζε δακρύζαμε δακρύζατε δάκρυζαν | να δάκρυζα να δάκρυζες να δάκρυζε να δακρύζαμε να δακρύζατε να δάκρυζαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα δακρύζω θα δακρύζεις θα δακρύζει θα δακρύζουμε θα δακρύζετε θα δακρύζουν | θα δακρύσω θα δακρύσεις θα δακρύσει θα δακρύσουμε θα δακρύσετε θα δακρύσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
δάκρυσα δάκρυσες δάκρυσε δακρύσαμε δακρύσατε δάκρυσαν, δακρύσαν(ε) | να δακρύσω να δακρύσεις να δακρύσει να δακρύσουμε να δακρύσετε να δακρύσουν | δάκρυσε δακρύστε | δακρύσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω δακρύσει έχεις δακρύσει έχει δακρύσει έχουμε δακρύσει έχετε δακρύσει έχουν δακρύσει | να έχω δακρύσει να έχεις δακρύσει να έχει δακρύσει να έχουμε δακρύσει να έχετε δακρύσει να έχουν δακρύσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα δακρύσει είχες δακρύσει είχε δακρύσει είχαμε δακρύσει είχατε δακρύσει είχαν δακρύσει | να είχα δακρύσει να είχες δακρύσει να είχε δακρύσει να είχαμε δακρύσει να είχατε δακρύσει να είχαν δακρύσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω δακρύσει θα έχεις δακρύσει θα έχει δακρύσει θα έχουμε δακρύσει θα έχετε δακρύσει θα έχουν δακρύσει |
Werbung